- πλαγκτόν
- πλαγκτόςwanderingmasc acc sgπλαγκτόςwanderingneut nom/voc/acc sgπλαγκτόςwanderingmasc/fem acc sgπλαγκτόςwanderingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαγκτόν — το, Ν βιολ. το σύνολο τών υδρόβιων οργανισμών, τόσο τής θάλασσας όσο και τών γλυκών νερών, οι οποίοι επειδή δεν μετακινούνται ενεργητικά ή είναι πολύ μικροί ή πολύ αδύναμοι για να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα, απλώς επιπλέουν και παρασύρονται… … Dictionary of Greek
θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… … Dictionary of Greek
πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… … Dictionary of Greek
πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… … Dictionary of Greek
πλαγκτονικός — ή, ό και πλαγκτόνιος, α, ο, Ν [πλαγκτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλαγκτόν … Dictionary of Greek
ποταμοπλαγκτόν — το, Ν βιολ. το πλαγκτόν τών ποταμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. potamoplankton (< ποταμός + πλαγκτόν*)] … Dictionary of Greek
δάφνια ή νερόψυλλος — (daphnia pulex).Καρκινοειδές της οικογένειας των δαφνιδών, της υπόταξης των κλαδοκεραιωτών, της τάξης των διπλοστράκων. Ζει στα γλυκά, στάσιμα νερά, μέσα στα οποία μετατοπίζεται με σταθερά άλματα και γι’ αυτό την ονόμασαν και νερόψυλλο. Είναι… … Dictionary of Greek
νηκτό — Το σύνολο των ζώων που, προικισμένα με όργανα κίνησης, μπορούν να κινούνται ενεργά στο υδάτινο περιβάλλον. Ο όρος ν. (σημαίνει αυτό που κολυμπά) χρησιμοποιείται σε αντίθεση με το πλαγκτόν, το σύνολο δηλαδή των οργανισμών που αφήνονται να… … Dictionary of Greek
Biological dispersal — This article is about biological dispersal in ecosystems. For other forms of dispersion, see Dispersion (disambiguation). Wind dispersal of dandelion seeds. Biological dispersal refers to species movement away from an existing population or away… … Wikipedia
Ernährung — Unter Ernährung (Nutrition (Kunstwort, welches abgeleitet wurde von lat. nutrire „nähren“)) versteht man bei Lebewesen die Aufnahme von organischen und anorganischen Stoffen, den Nährstoffen, die in der Nahrung in fester, flüssiger, gasförmiger… … Deutsch Wikipedia